μετεωρογράφος

μετεωρογράφος
ο
(μετεωρ.) α) αυτός που ασχολείται με τη μετεωρογραφία
β) όργανο που καταγράφει αυτόματα τις τιμές δύο ή περισσότερων μετεωρολογικών στοιχείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • μετεωρογραφία — η η μελέτη και περιγραφή τών μετεώρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετεωρογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Ανθ. Γαζή] …   Dictionary of Greek

  • μετεωρογραφικός — ή, ό σχετικός με τη μετεωρογραφία («μετεωρογραφικοί χάρτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετεωρογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τιμ. Αργυρόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”